Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποδιαφώτισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αποδιαφώτισμα
τα
αποδιαφωτίσμα
τ
α
γενική
του
αποδιαφωτίσμα
τ
ος
των
αποδιαφωτισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αποδιαφώτισμα
τα
αποδιαφωτίσμα
τ
α
κλητική
αποδιαφώτισμα
αποδιαφωτίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποδιαφώτισμα
<
αποδιαφωτίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποδιαφώτισμα
ουδέτερο
(
ιδιωματικό
)
ξημέρωμα
,
χάραμα
,
λυκαυγές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδιαφώτισμα
→
δείτε
τη λέξη
ξημέρωμα