διατηρήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διατηρήσιμος
- που μπορεί να διατηρηθεί, για κατάσταση ή ενέργεια που μπορεί να συνεχιστεί με ανανέωση των απαραίτητων πόρων ή υλικών, βιώσιμος
- διατηρήσιμη ανάπτυξη, διατηρήσιμη ανάκαμψη
Συγγενικά επεξεργασία
- διατηρησιμότητα
- → δείτε τη λέξη διατηρώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατηρήσιμος