Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασχίσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασχίσιμ
ος
η
διασχίσιμ
η
το
διασχίσιμ
ο
γενική
του
διασχίσιμ
ου
της
διασχίσιμ
ης
του
διασχίσιμ
ου
αιτιατική
τον
διασχίσιμ
ο
τη
διασχίσιμ
η
το
διασχίσιμ
ο
κλητική
διασχίσιμ
ε
διασχίσιμ
η
διασχίσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασχίσιμ
οι
οι
διασχίσιμ
ες
τα
διασχίσιμ
α
γενική
των
διασχίσιμ
ων
των
διασχίσιμ
ων
των
διασχίσιμ
ων
αιτιατική
τους
διασχίσιμ
ους
τις
διασχίσιμ
ες
τα
διασχίσιμ
α
κλητική
διασχίσιμ
οι
διασχίσιμ
ες
διασχίσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διασχίσιμος
<
διασχίζω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
διασχίσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
διασχιστεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
διαβατός
διαπερατός
περατός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασχίσιμος
αγγλικά
:
crossable
(en)
,
traversable
(en)
,
fordable
(en)