Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασχίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διασχίζω (σκίζω στα δύο) < δια- + σχίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈsçi.zo/ & /ðʝaˈsçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σχί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

διασχίζω, αόρ.: διέσχισα, παθ.φωνή: διασχίζομαι, π.αόρ.: διασχίστηκα, μτχ.π.π.: διασχισμένος

  1. πορεύομαι σε μια περιοχή και την περνάω απ’ άκρη σ’ άκρη
  2. περνάω ανάμεσα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασχίζω < δια- + αρχαία ελληνική σχίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διασχίζω

  Πηγές επεξεργασία