διαπλανητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπλανητικός < πρόθημα δια- + επίθετο πλανητικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interplanétaire
Επίθετο επεξεργασία
διαπλανητικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται μεταξύ πλανητών
- διαπλανητικός χώρος
- που αφορά δύο ή περισσότερους πλανήτες
- διαπλανητικό δίκτυο
- διαπλανητική επικοινωνία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπλανητικός