διαπεραστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπεραστικός < διαπερνώ + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pénétrant)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ɾa.stiˈkos/ & /ðʝa.pe.ɾa.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
διαπεραστικός
- που διαπερνά
- (μεταφορικά) έντονος, οξύς, δριμύς
- (μεταφορικά) (για φωνή ή ήχο) οξύς και ως εκ τούτου ενοχλητικός
Συγγενικά επεξεργασία
- διαπεραστικά
- → δείτε τις λέξεις διαπερνώ και περνώ