Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δριμύς η δριμεία το δριμύ
      γενική του δριμύ
δριμέος
της δριμείας του δριμέος
    αιτιατική τον δριμύ τη δριμεία το δριμύ
     κλητική δριμύ δριμεία δριμύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δριμείς οι δριμείες τα δριμέα
      γενική των δριμέων των δριμειών των δριμέων
    αιτιατική τους δριμείς τις δριμείες τα δριμέα
     κλητική δριμείς δριμείες δριμέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δριμύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δριμύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðɾiˈmis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρι‐μύς

  Επίθετο επεξεργασία

δριμύς, -εία, -ύ, συγκριτικός: δριμύτερος, υπερθετικός:  δριμύτατος

  1. δυνατός, έντονος
  2. διαπεραστικός
  3. (μεταφορικά) έντονος, καυστικός, οξύς
    δριμεία κριτική

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δριμῠ́ς δριμεῖᾰ τὸ δριμῠ́
      γενική τοῦ δριμέος τῆς δριμείᾱς τοῦ δριμέος
      δοτική τῷ (δριμέϊ) δριμεῖ τῇ δριμείᾳ τῷ (δριμέϊ) δριμεῖ
    αιτιατική τὸν δριμῠ́ν τὴν δριμεῖᾰν τὸ δριμῠ́
     κλητική ! δριμῠ́ δριμεῖᾰ δριμῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (δριμέες) δριμεῖς αἱ δριμεῖαι τὰ δριμέ
      γενική τῶν δριμέων τῶν δριμειῶν τῶν δριμέων
      δοτική τοῖς δριμέσῐ(ν) ταῖς δριμείαις τοῖς δριμέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς δριμεῖς τὰς δριμείᾱς τὰ δριμέ
     κλητική ! (δριμέες) δριμεῖς δριμεῖαι δριμέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δριμέε (δριμεῖ) τὼ δριμείᾱ τὼ δριμέε (δριμεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν δριμέοιν τοῖν δριμείαιν τοῖν δριμέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δριμύς < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δριμύς, -εῖα, -ύ, συγκριτικός: δριμύτερος, υπερθετικός:  δριμύτατος

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) διαπεραστικός, κοφτερός, οξύς, σφοδρός
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 322
    εἴ ποθεν ἐξεύροι· μάλα γὰρ δριμὺς χόλος αἱρεῖ·
    ίσως τον έβρει, ότι θυμός δριμύς την κατακαίει.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 457 (457-458)
    δριμὺ δ᾽ Ἄρη᾽ ἄχος εἷλεν· ἐρυσσάμενος δ᾽ ἄορ ὀξὺ | ἔσσυτ᾽ ἐφ᾽ Ἡρακλέα κρατερόφρονα·
    Λύπη σφοδρή κυρίεψε τον Άρη. Το αιχμηρό το ξίφος τράβηξε | κι όρμησε στον κρατερόψυχο Ηρακλή.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 261
    πᾶσαι δ᾽ ἀμφ᾽ ἑνὶ φωτὶ μάχην δριμεῖαν ἔθεντο·
    Κι όλες από έναν άντρα γύρω μάχη δριμεία είχαν στήσει.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (όσον αφορά στη γεύση, στην όραση ή στην όσφρηση) καυστικός, οξύς, ερεθιστικός
  3. (για χόρτα, βότανα) άγριος, πικρός
  4. (για οσμή) οξύς, έντονος
  5. (για πρόσωπα) πικρόχολος, καυστικός, δηκτικός
  6. (για πρόσωπα) αυστηρός, άγριος
  7. (για πρόσωπα) πανούργος, πονηρός, αγχίνους
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 255 (255-257)
    ἥκει γάρ τις δριμὺς πρέσβυς | καινὸς γνώμην | καινῶν ἔργων τ᾽ ἐγχειρητής.
    Έφτασ᾽ ένας γέροντας | τώρα τετραπέρατος· | νέες ιδέες σοφίζεται | κι έργα νέα επιχειρεί.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία