διαλειτουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλειτουργικός < δια + λειτουργικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperable
Επίθετο επεξεργασία
διαλειτουργικός
- (πληροφορική) interoperable: σύστημα ή συσκευή που είναι εφοδιασμένη με την κατάλληλη διεπαφή (interface) ώστε να επικοινωνεί και να ανταλλάσσει δεδομένα με άλλο σύστημα ή συσκευή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλειτουργικός