διαλειτουργικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαλειτουργικότητα < δια + λειτουργικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperability)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαλειτουργικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (πληροφορική) η ικανότητα πληροφοριακών συστημάτων που πιθανώς έχουν διαφορετικά λειτουργικά συστήματα και διαφορετικό υλικό να συνδέονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες συμμορφούμενα στην χρήση κάποιων κοινών προτύπων
- Με το νέο καθεστώς, κάθε διοικητική διαδικασία θα γίνεται από την αρχή έως το τέλος με ηλεκτρονικό τρόπο και για να επιτευχθεί αυτό πρωταρχικός στόχος είναι να εφαρμοστεί η λεγόμενη διαλειτουργικότητα μεταξύ των πληροφοριακών συστημάτων και μητρώων των διαφόρων φορέων. (εφημερίδα Τα Νέα, 5/1/2011)
Συγγενικά επεξεργασία
- διαλειτουργώ
- → δείτε τις λέξεις διά και λειτουργώ
- διαλειτουργία
- διαλειτουργικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαλειτουργικότητα