διάσημος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάσημος | η | διάσημη | το | διάσημο |
γενική | του | διάσημου | της | διάσημης | του | διάσημου |
αιτιατική | τον | διάσημο | τη | διάσημη | το | διάσημο |
κλητική | διάσημε | διάσημη | διάσημο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάσημοι | οι | διάσημες | τα | διάσημα |
γενική | των | διάσημων | των | διάσημων | των | διάσημων |
αιτιατική | τους | διάσημους | τις | διάσημες | τα | διάσημα |
κλητική | διάσημοι | διάσημες | διάσημα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάσημος[1] < διά + σῆμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.mos/ & /ˈðʝa.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐ση‐μος
Επίθετο επεξεργασία
διάσημος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάσημος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διάσημος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- διάσημος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάσημος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.