Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάγγελμα τα διαγγέλματα
      γενική του διαγγέλματος των διαγγελμάτων
    αιτιατική το διάγγελμα τα διαγγέλματα
     κλητική διάγγελμα διαγγέλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάγγελμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάγγελμα < αρχαία ελληνική διαγγέλλω < διά- + ἀγγέλλω < ἄγγελος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯aŋ.ɟel.ma/ & /ˈðʝaŋ.ɟel.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐άγ‐γελ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάγγελμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάγγελμᾰ τὰ διαγγέλμᾰτ
      γενική τοῦ διαγγέλμᾰτος τῶν διαγγελμᾰ́των
      δοτική τῷ διαγγέλμᾰτ τοῖς διαγγέλμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διάγγελμᾰ τὰ διαγγέλμᾰτ
     κλητική ! διάγγελμᾰ διαγγέλμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαγγέλμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διαγγελμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάγγελμα < αρχαία ελληνική διαγγέλλω < διά- + ἀγγέλλω + < ἄγγελος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάγγελμα, -ματος ουδέτερο, (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία