Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

message < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική message < λατινική missaticum

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmɛsɪd͡ʒ/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: mes‐sage

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
message messages

message (en)

  • το μήνυμα, μια πληροφορία που αποστέλλεται σε ηλεκτρονική μορφή, για παράδειγμα μέσω email ή μέσω κινητού
    Did you get my message?
    Πήρες το μήνυμά μου;

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας message
γ΄ ενικό ενεστώτα messages
αόριστος messaged
παθητική μετοχή messaged
ενεργητική μετοχή messaging

message (en)

  • στέλνω μήνυμα, μέσω διαδικτύου ή μέσω κινητού
    Message this number to vote.
    Στείλετε μήνυμα σε αυτόν τον αριθμό για να ψηφίσετε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη text

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

message (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία