επισημότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισημότητα < ελληνιστική κοινή ἐπισημότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
επισημότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι επίσημο(ς), η ιδιότητα του επίσημου
- επίσημη συμπεριφορά ή ενέργεια
Δείτε επίσης : επισημοποίηση |
επισημότητα θηλυκό