επισημοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επισημοποίηση | οι | επισημοποιήσεις |
γενική | της | επισημοποίησης* | των | επισημοποιήσεων |
αιτιατική | την | επισημοποίηση | τις | επισημοποιήσεις |
κλητική | επισημοποίηση | επισημοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επισημοποίηση < επισημοποιώ + -ση
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επισημοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επισημοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
επισημοποίηση