Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δημοψήφισμα τα δημοψηφίσματα
      γενική του δημοψηφίσματος των δημοψηφισμάτων
    αιτιατική το δημοψήφισμα τα δημοψηφίσματα
     κλητική δημοψήφισμα δημοψηφίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοψήφισμα < δημο- + ψήφισμα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική plébiscite) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.moˈpsi.fi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐ψή‐φι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοψήφισμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία