Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζήτημα τα ζητήματα
      γενική του ζητήματος των ζητημάτων
    αιτιατική το ζήτημα τα ζητήματα
     κλητική ζήτημα ζητήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζήτημα < αρχαία ελληνική ζήτημα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzi.ti.ma/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  • αυτό που ζητώ να βρω, να λύσω, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αντιμετωπίσω
  1. σημαντικό θέμα που μας απασχολεί
  2. ερώτημα σε διαγώνισμα

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζήτημα < ζητέω (ζητῶ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  1. απαίτηση



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζήτημα < ζητέω (ζητῶ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  1. ζητούμενο, αυτό που ζητάμε
  2. έρευνα, εξέταση
  3. διένεξη, διαφορά