Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο δεσμός οι δεσμοί τα δεσμά
      γενική του δεσμού των δεσμών των δεσμών
    αιτιατική τον δεσμό τους δεσμούς τα δεσμά
     κλητική δεσμέ δεσμοί δεσμά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεσμά < δεύτερος πληθυντικός αριθμός του δεσμός (αρσενικού)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεσμά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να δέσουμε κάποιον (π.χ. σχοινί, αλυσίδες)
    άγνωστο πώς κατάφερε ο δραπέτης να απαλλαγεί από τα δεσμά του
  2. ο εγκλεισμός σε φυλακή, η κάθειρξη
    ισόβια δεσμά
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε περιορίζει την ελευθερία μας ή οτιδήποτε ενώνει τους ανθρώπους, οι δεσμοί
    τα δεσμά του γάμου

  Μεταφράσεις επεξεργασία