Δείτε επίσης: Δέσμων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δεσμών θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του δέσμη

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δεσμών αρσενικό

  1. γενική πληθυντικού του δεσμός