Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάθειρξη οι καθείρξεις
      γενική της κάθειρξης* των καθείρξεων
    αιτιατική την κάθειρξη τις καθείρξεις
     κλητική κάθειρξη καθείρξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθείρξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάθειρξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάθειρξις καθειργ- + -σις > -ση < καθείργνυμι (κατά, κάθ- + εἵργνυμι}

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.θiɾ.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐θειρ‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάθειρξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία