δίτροχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίτροχος | η | δίτροχη | το | δίτροχο |
γενική | του | δίτροχου | της | δίτροχης | του | δίτροχου |
αιτιατική | τον | δίτροχο | τη | δίτροχη | το | δίτροχο |
κλητική | δίτροχε | δίτροχη | δίτροχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίτροχοι | οι | δίτροχες | τα | δίτροχα |
γενική | των | δίτροχων | των | δίτροχων | των | δίτροχων |
αιτιατική | τους | δίτροχους | τις | δίτροχες | τα | δίτροχα |
κλητική | δίτροχοι | δίτροχες | δίτροχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίτροχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίτροχος[1] < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.tɾo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐τρο‐χος
Επίθετο επεξεργασία
δίτροχος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δίτροχος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ δίτροχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δίτροχος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-
Επίθετο επεξεργασία
δίτροχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει δύο τροχούς, δίτροχος
- ↪ δίτροχος ἅμαξα
Πηγές επεξεργασία
- δίτροχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.