Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
γρασαδόρος (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρασαδόρος οι γρασαδόροι
      γενική του γρασαδόρου των γρασαδόρων
    αιτιατική τον γρασαδόρο τους γρασαδόρους
     κλητική γρασαδόρε γρασαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρασαδόρος < γράσο + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γρασαδόρος αρσενικό

  1. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση γράσου σε μηχανές
  2. (κατ’ επέκταση) ο μηχανισμός που βρίσκεται σε μια μηχανή και γρασάρει αυτόματα τα σημεία της μηχανής
  3. (κατ’ επέκταση) το εξάρτημα που βρίσκεται στην άκρη του μηχανισμού (2) στο οποίο τοποθετείται ο γρασαδόρος (1) για να προστεθεί γράσο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία