-αδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -αδόρος | οι | -αδόροι |
γενική | του | -αδόρου | των | -αδόρων |
αιτιατική | τον | -αδόρο | τους | -αδόρους |
κλητική | -αδόρε | -αδόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈðo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -α‐δό‐ρος
Επίθημα επεξεργασία
-αδόρος
- (λαϊκότροπο) μετουσιαστικό επίθημα που δηλώνει
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
-αδόρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ -αδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας