Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαλαδόρος οι μπαλαδόροι
      γενική του μπαλαδόρου των μπαλαδόρων
    αιτιατική τον μπαλαδόρο τους μπαλαδόρους
     κλητική μπαλαδόρε μπαλαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαλαδόρος < μπάλα + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαλαδόρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία