Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανισμός οι μηχανισμοί
      γενική του μηχανισμού των μηχανισμών
    αιτιατική τον μηχανισμό τους μηχανισμούς
     κλητική μηχανισμέ μηχανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανισμός < μηχανή + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανισμός αρσενικό

  • ο τρόπος λειτουργίας των ηλεκτρικών συσκευών και όλων των μηχανοκίνητων πραγμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία