γράσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γράσο | τα | γράσα |
γενική | του | γράσου | των | γράσων |
αιτιατική | το | γράσο | τα | γράσα |
κλητική | γράσο | γράσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γράσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική grasso < δημώδης λατινική *grassus < λατινική crassus < παλαιά λατινικά *cartsus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kert-: υφαίνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γράσο ουδέτερο