γεωφυσική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωφυσική | ||
γενική | της | γεωφυσικής | ||
αιτιατική | τη | γεωφυσική | ||
κλητική | γεωφυσική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωφυσική < γεω- + φυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικοί όροι όπως αγγλική geophyics[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωφυσική θηλυκό
- επιστημονικός τομέας με αντικείμενο κυρίως τη μορφολογία της γης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωφυσική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γεωφυσική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γεωφυσικός
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γεωφυσική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας