γεωφυσικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωφυσικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
γεωφυσικός αρσενικό -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωφυσική
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωφυσικός, -ή
- (επάγγελμα) ο επιστήμονας που είναι ειδικευμένος στη γεωφυσική
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωφυσικός