Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γελοιογραφία οι γελοιογραφίες
      γενική της γελοιογραφίας των γελοιογραφιών
    αιτιατική τη γελοιογραφία τις γελοιογραφίες
     κλητική γελοιογραφία γελοιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελοιογραφία < γελοιογράφος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.li.o.ɣɾaˈfi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γελοιογραφία θηλυκό

  1. σκίτσο που σατιρίζει την επικαιρότητα και δημοσιεύεται στον τύπο
  2. η κωμική ή γελοιογραφική εκδοχή ή αντίγραφο ενός πράγματος
     συνώνυμα: καρικατούρα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία