γελοιογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γελοιογράφημα < γελοιογραφώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γελοιογράφημα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γελοιογράφημα
|
γελοιογράφημα ουδέτερο
|