σκίτσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκίτσο | τα | σκίτσα |
γενική | του | σκίτσου | των | σκίτσων |
αιτιατική | το | σκίτσο | τα | σκίτσα |
κλητική | σκίτσο | σκίτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκίτσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική schizzo < λατινική schedium < αρχαία ελληνική σχέδιον (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκίτσο ουδέτερο
- πρόχειρο συνήθως σχέδιο με μολύβι, ιχνογράφημα