γαλανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλανός | η | γαλανή | το | γαλανό |
γενική | του | γαλανού | της | γαλανής | του | γαλανού |
αιτιατική | τον | γαλανό | τη | γαλανή | το | γαλανό |
κλητική | γαλανέ | γαλανή | γαλανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλανοί | οι | γαλανές | τα | γαλανά |
γενική | των | γαλανών | των | γαλανών | των | γαλανών |
αιτιατική | τους | γαλανούς | τις | γαλανές | τα | γαλανά |
κλητική | γαλανοί | γαλανές | γαλανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλανός < αρχαία ελληνική γαλανός (επειδή έχει το χρώμα που παίρνει η ήρεμη θάλασσα)
Επίθετο επεξεργασία
γαλανός, -ή, -ό
- ανοιχτός γαλάζιος
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
γαλανός < γαληνός
Επίθετο επεξεργασία
γαλανός
- δωρικός τύπος του γαληνός