γαλανόλευκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.laˈno.lef.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐νό‐λευ‐κος
Επίθετο επεξεργασία
γαλανόλευκος -η -ο
- που έχει χρώμα γαλανόλευκο και γαλανό και λευκό χρώμα
- η γαλανόλευκη ελληνική σημαία
Συνώνυμα επεξεργασία
- κυανόλευκος (λόγιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- γαλανόλευκη
- γαλανόλευκο (χρώμα)
- → και δείτε τις λέξεις γαλανός και λευκός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλανόλευκος
|