βόμβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόμβος | οι | βόμβοι |
γενική | του | βόμβου | των | βόμβων |
αιτιατική | τον | βόμβο | τους | βόμβους |
κλητική | βόμβε | βόμβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη που προφερόταν /ˈbombos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόμβος αρσενικό
- (ακουστική) συνεχής θόρυβος χαμηλής συχνότητας και μικρής ή μεσαίας έντασης, παρόμοιος με αυτόν που παράγεται από το πέταγμα εντόμων
Συγγενικά επεξεργασία
θέμα μπομπ-
- → δείτε τη λέξη μπόμπα
θέμα βομβ-
Μεταφράσεις επεξεργασία
βόμβος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βόμβος | οἱ | βόμβοι |
γενική | τοῦ | βόμβου | τῶν | βόμβων |
δοτική | τῷ | βόμβῳ | τοῖς | βόμβοις |
αιτιατική | τὸν | βόμβον | τοὺς | βόμβους |
κλητική ὦ! | βόμβε | βόμβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βόμβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βόμβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βόμβος < ηχομιμητική λέξη με προφορά /ˈbombos/ [1] με βάση λέξεις με τη σημασία «στροβιλίζω, βουίζω» [2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βόμβος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- βομβέω
- βομβήεις
- βόμβον
- βομβυλιός
- και δείτε Λέξεις με -βομβ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Απόγονοι επεξεργασία
βόμβος (αρχαία ελληνικά)
- ⇘ νέα ελληνικά: βόμβος
- ↷ λατινικά: bombus
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βόμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- βόμβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βόμβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.