bomb
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bomb | bombs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bomb (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | bomb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bombs |
αόριστος | bombed |
παθητική μετοχή | bombed |
ενεργητική μετοχή | bombing |
bomb (en)
ενικός | πληθυντικός |
bomb | bombs |
bomb (en)
ενεστώτας | bomb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bombs |
αόριστος | bombed |
παθητική μετοχή | bombed |
ενεργητική μετοχή | bombing |
bomb (en)