Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βρασμός οι βρασμοί
      γενική του βρασμού των βρασμών
    αιτιατική τον βρασμό τους βρασμούς
     κλητική βρασμέ βρασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρασμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βρασμός < αρχαία ελληνική βρασμός < βράζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρασμός αρσενικό

  1. (φυσική) το φαινόμενο που συνοδεύει τη μετάβαση ενός υγρού σε αέριο, όταν εξάτμιση γίνεται σε όλη τη μάζα του υγρού κι όχι μόνον επιφανειακά
     συνώνυμα: ζέση, βράση, βράσιμο
  2. η διαδικασία της ζύμωσης
     συνώνυμα: βράση
  3. (μεταφορικά) ταραγμένη ψυχική κατάσταση
    βρασμός ψυχικής οργής
     συνώνυμα: αναβρασμός, αναστάτωση, αναταραχή, οργή, αγανάκτηση, ταραχή
  4. η ακμή μιας κατάστασης

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρασμός οἱ βρασμοί
      γενική τοῦ βρασμοῦ τῶν βρασμῶν
      δοτική τῷ βρασμ τοῖς βρασμοῖς
    αιτιατική τὸν βρασμόν τοὺς βρασμούς
     κλητική ! βρασμέ βρασμοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρασμός < αρχαία ελληνική βρασμός < βράζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρασμός αρσενικό

  1. ταραχή, αναβρασμός
  2. καημός, στενοχώρια

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρασμός οἱ βρασμοί
      γενική τοῦ βρασμοῦ τῶν βρασμῶν
      δοτική τῷ βρασμ τοῖς βρασμοῖς
    αιτιατική τὸν βρασμόν τοὺς βρασμούς
     κλητική ! βρασμέ βρασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρασμώ
γεν-δοτ τοῖν  βρασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρασμός < βράζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρασμός αρσενικό

  1. βρασμός υγρού, βράσιμο
  2. σεισμός
  3. ρίγος

  Πηγές επεξεργασία