Δείτε επίσης: βλαξ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βλᾱκ-
ονομαστική / βλάξ οἱ/αἱ βλᾶκες
      γενική τοῦ/τῆς βλακός τῶν βλακῶν
      δοτική τῷ/τῇ βλακῐ́ τοῖς/ταῖς βλαξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν βλᾶκ τοὺς/τὰς βλᾶκᾰς
     κλητική ! βλάξ βλᾶκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλᾶκε
γεν-δοτ τοῖν  βλακοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvlaks/

  Επίθετο επεξεργασία

βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-) διγενές επίθετο ή ουσιαστικό κοινού γένους

παραθετικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-)

  Πηγές επεξεργασία