βλαξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βλαξ | οι | βλάκες |
γενική | του/της | βλακός | των | βλακών |
αιτιατική | τον/τη | βλάκα | τους/τις | βλάκες |
κλητική | βλαξ | βλάκες | ||
Τύποι από την κλίση του αρχαίου βλάξ. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos
Επίθετο επεξεργασία
βλαξ αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο ή ειρωνικό) άλλη μορφή του βλάκας
- ↪ Πρόκειται περί βλακός. Δεν θα πιστέψεις τι βλαξ είναι αυτός ο άνθρωπος, για τι βλάκα μιλάμε!