Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διγενής η διγενής το διγενές
      γενική του διγενούς* της διγενούς του διγενούς
    αιτιατική τον διγενή τη διγενή το διγενές
     κλητική διγενή(ς) διγενής διγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διγενείς οι διγενείς τα διγενή
      γενική των διγενών των διγενών των διγενών
    αιτιατική τους διγενείς τις διγενείς τα διγενή
     κλητική διγενείς διγενείς διγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διγενής < δις (δύο) + γένος

  Επίθετο επεξεργασία

διγενής

  1. αυτός που κρατά από δύο γενιές, έχει δύο εθνικότητες
  2. στη γραμματική, τα ονόματα (επίθετα και ουσιαστικά) που έχουν δύο γένη (όπως ο, η βλαξ, που είναι διγενές και μονοκατάληκτο, ο μαθητής και η μαθήτρια, που είναι διγενές και δικατάληκτο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Διγενής Ακρίτας

  Μεταφράσεις επεξεργασία