Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βιομήχανος οι βιομήχανοι
      γενική του/της
του
βιομηχάνου
βιομήχανου
των βιομηχάνων
βιομήχανων
    αιτιατική τον/τη βιομήχανο τους/τις
τους
βιομηχάνους
βιομήχανους
     κλητική βιομήχανε βιομήχανοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιομήχανος < αρχαία ελληνική βιομήχανος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική industriel

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βιομήχανος τὸ βιομήχανον
      γενική τοῦ/τῆς βιομηχάνου τοῦ βιομηχάνου
      δοτική τῷ/τῇ βιομηχάν τῷ βιομηχάν
    αιτιατική τὸν/τὴν βιομήχανον τὸ βιομήχανον
     κλητική ! βιομήχανε βιομήχανον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βιομήχανοι τὰ βιομήχαν
      γενική τῶν βιομηχάνων τῶν βιομηχάνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βιομηχάνοις τοῖς βιομηχάνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βιομηχάνους τὰ βιομήχαν
     κλητική ! βιομήχανοι βιομήχαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βιομηχάνω τὼ βιομηχάνω
      γεν-δοτ τοῖν βιομηχάνοιν τοῖν βιομηχάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιομήχανος < βίος + -ο- + μηχανή + -ος (< μῆχος)

  Επίθετο επεξεργασία

βιομήχανος, -ος, -ον

  • που είναι ικανός να βρει ή να φτιάξει ό,τι χρειάζεται, για να ζήσει
    ※  Καὶ ὁ γνάφαλος καλούμενος τήν τε φωνὴν ἔχει ἀγαθὴν καὶ τὸ χρῶμα καλός, καὶ βιομήχανος, καὶ τὸ εἶδος εὐπρεπής. Δοκεῖ δ' εἶναι ξενικὸς ὄρνις· (Αριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 616b)

  Πηγές επεξεργασία