βιβλιομανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βιβλιομανής | η | βιβλιομανής | το | βιβλιομανές |
γενική | του | βιβλιομανούς* | της | βιβλιομανούς | του | βιβλιομανούς |
αιτιατική | τον | βιβλιομανή | τη | βιβλιομανή | το | βιβλιομανές |
κλητική | βιβλιομανή(ς) | βιβλιομανής | βιβλιομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βιβλιομανείς | οι | βιβλιομανείς | τα | βιβλιομανή |
γενική | των | βιβλιομανών | των | βιβλιομανών | των | βιβλιομανών |
αιτιατική | τους | βιβλιομανείς | τις | βιβλιομανείς | τα | βιβλιομανή |
κλητική | βιβλιομανείς | βιβλιομανείς | βιβλιομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιβλιομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bibliomaniac < αρχαία ελληνική βιβλίον + μανία
Επίθετο επεξεργασία
βιβλιομανής, -ής, -ές
- που έχει μανία με την ανάγνωση βιβλίων ή που επιδιώκει να έχει στην κατοχή του πολλά (σπάνια ή πολύτιμα) βιβλία
Συγγενικά επεξεργασία
- βιβλιομανία
- → δείτε τις λέξεις βιβλίο και μανία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιβλιομανής
|