βιβλιοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιβλιοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- (μεταφορικά) αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία σε μικρό χρόνο, βιβλιομανής
Μεταφράσεις επεξεργασία
βιβλιοφάγος
βιβλιοφάγος αρσενικό ή θηλυκό