Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβαιώνω < αρχαία ελληνική βεβαιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

βεβαιώνω, παθητικό βεβαιώνομαι

  1. δηλώνω την αλήθεια μιας πρότασης
    η αρμόδια υπηρεσία του δήμου με επίσημο έγγραφο βεβαιώνει ότι ο Χ είναι κάτοικος Αθηνών
  2. διαβεβαιώνω κάποιον
  3. διαπιστώνω με επίσημο τρόπο
    η Δημοτική Αστυνομία βεβαίωσε πολλές παραβάσεις σχετικές με παράνομη στάθμευση

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία