confirm
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | confirm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confirms |
αόριστος | confirmed |
παθητική μετοχή | confirmed |
ενεργητική μετοχή | confirming |
Ρήμα επεξεργασία
confirm (en)
ενεστώτας | confirm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | confirms |
αόριστος | confirmed |
παθητική μετοχή | confirmed |
ενεργητική μετοχή | confirming |
confirm (en)