Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβεβαιώνω < αρχαία ελληνική διαβεβαιῶ

  Ρήμα επεξεργασία

διαβεβαιώνω και διαβεβαιώ

σας διαβεβαιώνω ότι έχω κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να τακτοποιηθεί η υπόθεσή σας
  • δίνω σε κάποιον κατηγορηματική υπόσχεση, διαβεβαίωση, για κάτι το μελλοντικό
μας διαβεβαίωσαν ότι η βλάβη θα αποκασταθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία