Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρόνη οι βαρόνες
      γενική της βαρόνης
    αιτιατική τη βαρόνη τις βαρόνες
     κλητική βαρόνη βαρόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρόνη < θηλυκό του βαρόνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρόνη θηλυκό

  1. η κάτοχος αυτού του τίτλου ευγενείας και επικεφαλής μιας βαρονίας
  2. η σύζυγος ενός βαρόνου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία