Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρονέσα οι βαρονέσες
      γενική της βαρονέσας
    αιτιατική τη βαρονέσα τις βαρονέσες
     κλητική βαρονέσα βαρονέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρονέσα < βαρών(ος) + -έσα (με επίδραση από την ιταλική baronessa)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρονέσα θηλυκό → δείτε τη λέξη  βαρόνη