Δείτε επίσης: βατά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐τα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάτα οι βάτες
      γενική της βάτας
    αιτιατική τη βάτα τις βάτες
     κλητική βάτα βάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάτα < (άμεσο δάνειο) βενετική ovata (ιταλικά ovatta)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάτα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

βάτα: κλιτικοί τύποι

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο βάτος οι βάτοι τα βάτα
      γενική του βάτου των βάτων των βάτων
    αιτιατική τον βάτο τους βάτους τα βάτα
     κλητική βάτε βάτοι βάτα
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βάτα ουδέτερο