βατά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βατά < βατός + -ά < αρχαία ελληνική βατός < βαίνω < πρωτοελληνική *gʷəňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷm̥yéti < *gʷem- + *-yéti
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τά
Επίρρημα επεξεργασία
βατά
Μεταφράσεις επεξεργασία
βατά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βατά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βατό) του βατός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βατά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (βατόν) του βατός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους (βατή) του βατός