Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάτο τα βάτα
      γενική του βάτου των βάτων
    αιτιατική το βάτο τα βάτα
     κλητική βάτο βάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάτο < βάτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάτο ουδέτερο

  1. ο βάτος → δείτε τη λέξη .
  2. ψάρι συγγενικό με τη ρίνα.

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βάτο αρσενικό ή θηλυκό

  1. αιτιατική ενικού του βάτος