αϊράνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αϊράνι | τα | αϊράνια |
γενική | του | αϊρανιού | των | αϊρανιών |
αιτιατική | το | αϊράνι | τα | αϊράνια |
κλητική | αϊράνι | αϊράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αϊράνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ayran + -ι[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αϊράνι ουδέτερο
- (ποτό) άλλη μορφή του αριάνι, ξινόγαλο, ποτό με γιαούρτι αραιωμένο με νερό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αϊράν (άκλιτο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αϊράνι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αριάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας